Η ιστορία ενός τόπου συνδέεται άμεσα με τις οικονομικές σχέσεις που διαμόρφωσαν κι επηρέασαν την εξέλιξή του. Ο σύνδεσμος αυτός αποκτάει ξεχωριστή σημασία όταν πρόκειται για χώρους που η ανάπτυξή τους και η ζωή τους εξαρτήθηκε από συγκεκριμένες οικονομικές λειτουργίες και εμπορικές δραστηριότητες των οποίων οι διακυμάνσεις καθοδήγησαν το κοινωνικό τους status, Για τη Πάτρα του 19 ου αιώνα ο χαρακτηρισμός της ως << το λιμάνι της σταφίδας >> φανερώνει την εξαρτησιακή σχέση του χώρου από το αγροτικό αυτό προϊόν, το οποίο ήταν η κύρια πηγή ευημερίας του, αλλά και η κύρια αιτία παρακμής του. Μελετώντας κανείς το ζήτημα της σταφίδας στις διάφορες πτυχές του μέσα και από τις παραμέτρους των διακυμάνσεων της σταφιδοπαραγωγής και του σταφιδεμπορίου, καθώς επίσης και τους κοινωνικούς αγώνες για τη προστασία των συμφερόντων των σταφιδοπαραγωγών, διαπιστώνει την άρρηκτη διαπλοκή της με τις τραπεζικές πρακτικές χρηματοδότησης του εμπορίου και της αγροτικής παραγωγής
Ένα θέμα πολύ βασικό για τη φυσιογνωμία των κατοίκων που εγκαταστάθηκαν στη πόλη των Πατρών και διαμόρφωσαν το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον της είναι η αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν στο εποικισμό της πόλης αυτής. Είναι γεγονός ότι μια βασική επίπτωση της βιομηχανικής επανάστασης στη λεκάνη της Μεσογείου ήταν η ενίσχυση του ρόλου των << πόλεων - λιμανιών >>, δηλαδή εμποροναυτικών κέντρων που ξεπήδησαν κι άκμασαν χάρη στο εισαγωγικό και εξαγωγικό τους εμπόριο. Τέτοιες πόλεις ήταν η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, η Ερμούπολη, η Τεργέστη, η Μασσαλία και η Πάτρα, οι οποίες λόγω της θέσης τους εξελίχθηκαν σε ανοικτούς τόπους εμπορίου. Από αυτές η Πάτρα αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση Ελληνικού εμποροναυτικού κέντρου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα κατά τη περίοδο 1794 - 1814 διακινείτο μέσω του λιμανιού της το 30% των εξαγωγών της Πελοποννήσου, ενώ το 1867 το ποσοστό αυτό είχε ανέβη στο 54% και με τη πάροδο του χρόνου συνεχώς αυξανόταν, μέχρι το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου στα 1893.
Οι << πόλεις - λιμάνια >> με την εξωστρέφειά τους λειτουργούσαν ως συνδετικοί κρίκοι μεταξύ της ενδοχώρας τους που σε αρκετές περιπτώσεις παρήγαγε κάποιο χαρακτηριστικό εξαγώγιμο προϊόν ( για την Πάτρα η σταφίδα ) και των οικονομικών αλλαγών που ακολούθησαν τις βιομηχανικές εξελίξεις και με την άνθησή τους συνέβαλαν στο σχηματισμό και τη ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Η συνοχή των τόπων αυτών, με τον ανομοιογενή πληθυσμό, και τις πολιτισμικές αντιθέσεις, βασιζόταν κυρίως σε σχέσεις οικονομικού περιεχομένου ( κοινό συμφέρον ) που καθόριζαν τη κινητικότητα του πληθυσμού τους και τις εναλλαγές στις βαθμίδες της κοινωνικής πυραμίδας. Λόγω της συρροής ετερόκλητων πολιτισμικών ομάδων που προσπαθούσαν να διατηρήσουν τις ετερότητές τους και των επαφών με άλλα εμπορικά κέντρα, οι πόλεις αυτές ανέπτυξαν έναν ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό. Σημαντικός παράγοντας αύξησης του πληθυσμού της Πάτρας ήταν η μετανάστευση από το εσωτερικό και από το εξωτερικό, η οποία συνετέλεσε ώστε στα τέλη του 19ου αιώνα η πόλη των Πατρών να αριθμεί περίπου 40000 κατοίκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία 1870 - 1880 που θεωρείται περίοδος οικονομικής ανάπτυξης κι ευημερίας για τη Πάτρα, χάρη στη μετανάστευση ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και συνέχισε να αυξάνεται μέχρι τα τέλη του αιώνα. Μεγάλος αριθμός από αυτούς που μετανάστευσαν στην Αχαϊκή πρωτεύουσα, είτε αναζητώντας απασχόληση σε ένα χώρο ο οποίος λόγω οικονομικής ανάπτυξης είχε ανάγκη τεχνικού και εργατικού δυναμικού, είτε κυνηγώντας ευκαιρίες για να επενδύσουν τα σημαντικά κεφάλαια που έφεραν μαζί τους, προέρχονταν από περιοχές του μέχρι τότε αλύτρωτου Ελληνισμού. Η προσπάθεια δε ευθυγράμμισης της τοπικής παραγωγής με τη παγκόσμια αγορά και η μονοκαλλιέργεια εξαγώγιμων προϊόντων και κυρίως της σταφίδας, είχαν σαν συνέπεια τη κάθοδο των ορεινών πληθυσμών και την αναστροφή της πληθυσμιακής πυκνότητας υπέρ των πεδινών και εις βάρος των ορεινών περιοχών, Εξίσου σημαντικοί παράγοντες για τη προσέλκυση των ορεινών πληθυσμών στα πεδινά ήταν οι ελπίδες για διανομή της γης και οι δυνατότητες που προσφέρονταν για τη δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, μέσω της καταπάτησης και σφετερισμού δημοσίων γαιών.
Χαρακτηριστικά, αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού της επαρχίας Καλαβρύτων κατευθύνθηκε προς τη Πάτρα και το Αίγιο. Πυκνή ήταν η επικοινωνία και μετακίνηση προς τη Πάτρα, ιδίως από τα μέρη της Ηπείρου, από όπου προήλθαν πολλά δυναμικά στοιχεία της πόλης,καθώς και από τη περιοχή της γειτονικής Αρκαδίας, η οποία τροφοδότησε τη τοπική αγορά εργασίας με πολλούς σταφιδοεργάτες και αρκετούς εμπορευόμενους και τεχνίτες. Η γειτνίαση με τα Επτάνησα ήταν σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης επαφών και εκροής εποίκων προς την Αχαϊκή πρωτεύουσα όπως συνέβη και με την Αιτωλοακαρνανία. Τέλος αρκετοί ήλθαν και από το Λιβόρνο , τη Χίο, τη Κρήτη, τη Τεργέστη και τη Σμύρνη.
Αρκετοί από τους εποίκους που ήλθαν στην Πάτρα τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια μετέφεραν σημαντικά κεφάλαια τα οποία επένδυσαν στην αγροτική παραγωγή κυρίως της σταφίδας ή τα δάνειζαν στους ντόπιους για να τα χρησιμοποιήσουν για τη καλλιέργεια των κτημάτων τους. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Πάτρα είχε καθιερωθεί σαν το πρώτο σταφιδοεξαγωγικό λιμάνι και γενικά σαν το κύριο εισαγωγικό κι εξαγωγικό κέντρο προς τη Δύση με τη μεγαλύτερη κίνηση από όλα τα άλλα Ελληνικά λιμάνια ( το λιμάνι της σταφίδας ). Αυτό διήρκεσε μέχρι το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου ( 1893 ), το οποίο κατέφερε μεγάλο πλήγμα στο τοπικό εμπόριο.
ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΑΦΙΔΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
Όλο το 19ο αιώνα αλματώδης ήταν η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1860 η καλλιέργεια της σταφίδας στη Πελοπόννησο είχε επεκταθεί σε 120 - 150.000 στρέμματα, που μέχρι τότε ήσαν ακαλλιέργητα και μετά τη προσάρτηση των ιονίων Νήσων 1864, προσετέθη και η δική τους παραγωγή και το σύνολο της παραγόμενης σταφίδας στην Ελληνική επικράτεια ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια ενετικές λύτρες και συνεχώς αύξανε.
Η ζήτησή της στην Ευρωπαϊκή αγορά ήταν μεγάλη και η αγροτική παραγωγή των Πατρών και της ενδοχώρας προσδέθηκε στη συγκυρία αυτή. Τα λιμάνια του Λονδίνου, Λίβερπουλ, Μασσαλίας, Τεργέστης,Άμστερνταμ και Οδησσού ήταν ο προορισμός των πλοίων που έφευγαν φορτωμένα με σταφίδα από τα λιμάνια των Πατρών, Κατακόλου, Καλαμάτας και Ζακύνθου. Από εκεί το προϊόν διοχετεύετο οδικώς ή σιδηροδρομικώς στα μεγάλα αστικά κέντρα για να καταναλωθεί σαν ξηρός καρπός, για τη κατασκευή πουτίγκας και σταφιδόψωμου, σαν υλικό ζαχαροπλαστικής και από το 1850 και μετά για τη παρασκευή φθηνού σταφιδίτη οίνου και άλλων οινοπνευματοειδών ποτών. Έτσι η σταφίδα ανακηρύχθηκε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του ελληνικού κράτους που κάλυπτε περισσότερο από 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας. Η μεγάλη δε ζήτησή της είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση της Ελλάδας σαν χώρας μονοεξαγωγικής , η οποία συμμετείχε στη διεθνή οικονομία με το μοναδικό αυτό προιόν,<< ως η Βραζιλία με τον καφέν >> κατά τη υπενυκτικήν διατύπωσιν του καθηγητή Ξεν. Ζολώτα .
Παρά το υψηλό καλλιεργητικό κόστος οι Πατρινοί επιδόθηκαν με ζήλο στη καλλιέργεια αδιαφορώντας για το ότι το αμπέλι αρχίζει να καρποφορεί το πέμπτο έτος και φθάνει σε πλήρη καρποφορία το δέκατο και η καλλιέργειά του απαιτεί πολλές και εξειδικευμένες εργασίες, που λόγω της απουσίας μηχανικών μέσων δέσμευαν πολλά εργατικά χέρια.Κατά το χρονικό διάστημα από το Φλεβάρη μέχρι και τον Αύγουστο κάθε έτους παρητηρείτο μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών και ενόψει της μόνιμης έλλειψής τους τα εργατικά ημερομίσθια ανέβαιναν ανάλογα και με τις συγκυρίες και τις ειδικές γνώσεις του κάθε εργάτη ( χάραγμα κλημάτων κλπ ) και επιβάρυναν τη καλλιεργητική δαπάνη, η οποία μετά το 1850 επιβαρύνθηκε κι άλλο από τη χρήση του θειαφιού. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1860 η νέα καλλιέργεια κέρδισε μόνο στη Πελοπόννησο πάνω από 120000 νέων γαιών, που μέχρι τότε δεν καλλιεργούντο και το γεγονός αυτό συνοδεύτηκε από έναν εσωτερικό << αγροτικό εποικισμό >>, δηλαδή από τη κάθοδο μεγάλου τμήματος ορεινών πληθυσμών προς τις πεδιάδες.
Πολύ νωρίς η Πάτρα έγινε το κατεξοχήν εξαγωγικό κέντρο της σταφίδας που παραγόταν σε 66 συνολικά σταφιδοπαραγωγικά κέντρα της Αχαΐας και των γειτονικών περιοχών Ήλιδας και Αιγίου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Μεσσηνίας, ενώ ο ρόλος του λιμανιού του Κατακόλου και του Αιγίου ήταν συμπληρωματικός. Το δίκτυο αυτό απαρτίστηκε από πόλεις - σκάλες (Αίγιο, Κόρινθος, Ναύπακτος, Μεσολόγγι, Καλαμάτα), όπου συγκεντρωνόταν η παραγωγή της ενδοχώρας και οργανωνόταν η αποστολή της στη Πάτρα μέσω της θάλασσας με μικρά ιστιοφόρα. Εκεί υπήρχαν μεσίτες, παραγγελιοδόχοι, αποθηκάριοι και αντιπρόσωποι που φρόντιζαν για τη ροή του προϊόντος προς το μεγαλοεξαγωγέα των Πατρών.
Στην εμπορική κίνηση της Πάτρας κυριαρχεί τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και για πολλές δεκαετίες μετά η Αγγλία, με τις εξαγωγές της σταφίδας και τις εισαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων της. Δεν είναι υπερβολή ότι η Πάτρα εκινείτο στους ρυθμούς της Αγγλικής αγοράς. Μέχρι το 1840 το εμπόριο της σταφίδας ελεγχόταν κυρίως από Αγγλικούς εμπορικούς οίκους διευθυντές των οποίων ήταν οι αντίστοιχοι Άγγλοι Πρόξενοι στη Πάτρα .
Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ( 1850 )
Η πρώτη σταφιδική κρίση εκδηλώθηκε τη δεκαετία 1850, όταν η φυλλοξήρα έπληξε τους σταφιδαμπελώνες, με συνέπεια να χρεοκοπήσουν πολλοί μεγάλοι εξαγωγικοί οίκοι. Στα τέλη δε της δεκαετίας του 1860 οι τιμές λόγω του ότι η βροχή είχε καταστρέψει τη παραγωγή, διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, αλλά μετά συνεχίστηκε η πτωτική τάση. Ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρέαζε την οικονομική κατάσταση της Πάτρας, ήταν οι Ευρωπαϊκές οικονομικές κρίσεις, οι οποίες λόγω της κυρίαρχης θέσης της σταφίδας , είχαν άμεσο αντίκτυπο στην αγορά της πόλης.
Η κρίση του σταφιδεμπορίου, που αποδίδεται στη μεγάλη παραγωγή σταφίδας και κατ επέκταση τη χαμηλή τιμή του προϊόντος, είχε καταστρεπτικές συνέπειες για πολλούς εμπόρους, δημιούργησε κλίμα ηττοπάθειας στην αγορά και οδήγησε σε περιορισμό της ζήτησης. Για αυτό το λόγο πολλοί παραγωγοί αναγκάσθηκαν να εξάγουν μόνοι τους τη σταφίδα που παρήγαγαν, αναλαμβάνοντας επιπλέον από τους κινδύνους της παραγωγής και αυτούς του εμπορίου.
Ένα σημαντικός παράγοντας που ευνοούσε τη κερδοσκοπία ήταν και η ανυπαρξία αποθηκευτικών χώρων. Όταν άρχισαν να κτίζονται αποθήκες, για τη τοποθέτηση του καρπού οι οποίες βρίσκονται μέχρι σήμερα κατά μήκος του κεντρικού λιμανιού της Πάτρας, οι παραγωγοί έπαψαν να είναι υποχείριοι των εμπόρων, που τους έπαιρναν το προϊόν σχεδόν εκβιαστικά, με την απειλή ότι θα τους έμενε στο αλώνι. Από τότε όσοι διέθεταν αποθήκες, μπορούσαν να φυλάνε το προϊόν και να το << ρίχνουν >> στην αγορά λίγο - λίγο ανάλογα με τη ζήτηση στο εξωτερικό και έτσι να εξασφαλίζουν σταθερότητα στις τιμές.
Ένα άλλο πλήγμα στη κερδοσκοπία και ιδίως στα σχέδια των τοκογλύφων, που εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των παραγωγών για κεφάλαια κίνησης, επέφερε η καθιέρωση τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα των ενεχυρογράφων, με τα οποία ο παραγωγός μπορούσε, βάζοντας ενέχυρο την αποθηκευμένη σοδειά του, να δανεισθεί χρήματα με χαμηλό επιτόκιο, για να αντιμετωπίσει τα άμεσα έξοδά του ( καλλιεργητικά και έξοδα διαβίωσης ) Η διαμόρφωση της τιμής της σταφίδας αρχικά επηρεαζόταν από το τόπο παραγωγής. Εξάλλου το προϊόν κάθε παραγωγικού κέντρου διακρινόταν σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, με ανάλογη διαβάθμιση στη τιμή. Και τέλος οι τιμές διαφοροποιούνταν αν ήταν άβρεχτη ή βρεγμένη η σταφίδα και ανάλογα με το χρόνο δηλαδή αν ήταν φετινής ή περυσινής σοδειάς ή η διάθεσή της γινόταν στην αρχή,το μέσον ή το τέλος της περιόδου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές 20ου αιώνα λειτουργούσαν στη Πάτρα οκτώ σταφιδοκαθαριστήρια , πέντε μεγάλα εργοστάσια προτύπων σταφιδομηχανών που χώριζαν το σταφιδόκαρπο σε τέσσερις έως πέντε ποιότητες, τέσσερα οινοπνευματοποιεία, έξι μεγάλα εργοστάσια οινοποιίας και δεκαέξι μικρά.
Ο απόπλους στις αρχές κάθε Αυγούστου του πρώτου πλοίου που μετέφερε σταφίδα σε κάθε λιμάνι του εξωτερικού << τα πριμαρόλια >>, έπαιρνε εορταστική μορφή για τη πόλη και χαιρετιζόταν με κανονιοβολισμούς, φωταψίες και σημαιοστολισμό του σκάφους. Με τη πάροδο όμως του χρόνου ιδίως από τη δεκαετία 1880, τα << πριμαρόλια >> λειτούργησαν επιζήμια για το εμπόριο, διότι δημιουργούσαν κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ των σταφιδεμπόρων, για το ποιος θα φορτώσει πρώτος για το κάθε λιμάνι, ώστε να πετύχει καλύτερη τιμή και αδιαφορούσαν για τη ποιότητα. Έτσι για να προλάβουν τρυγούσαν νωρίτερα, ο καρπός κοβόταν άγουρος και μαζευόταν νωπός, κάτι που δελέαζε και τους παραγωγούς, αφού αύξανε το βάρος του κατά 15% έως 20%, αλλά υποβάθμιζε τη ποιότητα.
Γενικά τις ημέρες του καλοκαιριού η Πάτρα ζούσε σε ένταση και παρουσίαζε αυξημένη κινητικότητα, ιδίως στη παραλιακή ζώνη με αφορμή την έναρξη της σταφιδικής περιόδου που συνήθως ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου.
Μέχρι το 1892 η οικονομική κατάσταση όσων ασχολούνταν με το εμπόριο της σταφίδας, ακόμα και των λαϊκότερων κύκλων ήταν πάρα πολύ καλή. Απόδειξη οι πολυτελείς κατοικίες και βίλες που χτίστηκαν, οι πολυτελείς ιδιωτικές άμαξες που διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης και οι πολλοί και μεγάλοι θίασοι, κυρίως ιταλικοί που περνούσαν πολύ συχνά από τη Πάτρα και έδιναν παραστάσεις. Για τις λαϊκότερες τάξεις τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν, ιδίως κατά τη σταφιδική περίοδο, ενώ υπήρχαν και τα << καφέ αμάν >> και << καφέ σαντάν >>, πολλές φορές πρόχειρα υπαίθρια παρατεταγμένα τα πιο πολλά σε όλο το μήκος της παραλίας.
Εξαιτίας της σταφιδικής κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850 και είχε σαν πραγματική αιτία τη μεγάλη προσφορά του προϊόντος, ιδρύθηκε το 1858 στη Πάτρα από ντόπιους κτηματίες η Ελληνική Οινοποιητική Εταιρεία. Ένας από τους σκοπούς της σύμφωνα με το καταστατικό της, ήταν η μεταποίηση του σταφιδοκάρπου σε οίνους και οινόπνευμα, ώστε να αξιοποιείται η πλεονάζουσα παραγωγή και να συγκρατείται η τιμή. Η ίδρυση της εταιρείας αυτής ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης του σταφιδικού ζητήματος και επέκτασης της οινοποιητικής τέχνης από τα στενά της κατοίκον επεξεργασίας στο στάδιο της εκβιομηχάνισης.
Το 1861 η εταιρεία παρήγαγε τα πρώτα κρασιά σε τέσσερις διαφορετικούς τύπους ( αφρώδες, μαύρο, λευκό και κόκκινο σταφιδίτη ) και το 1870 έλαβε στην Έκθεση των Ολυμπίων χάλκινο βραβείο για το λευκό.
Με την ίδρυση της Ελληνικής Οινοποιητικής Εταιρείας, που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη αντιμετώπισης του σταφιδικού ζητήματος, επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό αντιστάθμισμα στην αβεβαιότητα που δημιουργούσε η εξάρτηση της παραγωγής της σταφίδας από τις εξωτερικές αγορές, δηλ. μια εσωτερική αγορά που να ελέγχεται απόλυτα από τη τοπική κοινωνία. Παρότι η προσπάθεια αυτή δεν είχε καλή κατάληξη σηματοδότησε την απαρχή μια πορείας, που μερικές δεκαετίες αργότερα κατέστησε την αχαϊκή πρωτεύουσα εκτός από το κύριο εξαγωγικό κέντρο της σταφίδας και οινοποιητικό κέντρο. Απόδειξη το γεγονός ότι ταυτόχρονα με τη διακοπή της λειτουργίας της εταιρεία αυτής, δημιουργήθηκαν στην Πάτρα νέες οινοβιομηχανίες.
Το 1875 λειτουργούσαν στη Πάτρα 3 οινοποιίες. Μια που ανήκε στο Γερμανό Ιάκωβο Κλίπφελ και είχε τις εγκαταστάσεις της στο Ριγανόκαμπο, η << Αχαΐα >> του Βαυαρού Γ. Κλάους και μια άλλη που ανήκε στον Λεωνίδα Σύψωμο και ασχολήθηκε κυρίως με τη παραγωγή επιτραπέζιων οίνων.